ανεμοδούρι
Смотреть что такое "ανεμοδούρι" в других словарях:
-ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… … Dictionary of Greek
ανεμορούφουλας — ο ανεμοστρόβιλος, ανεμοδούρι … Dictionary of Greek
Βασιλόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αδάμης. Καπετάνιος από την περιοχή Λεονταρίου της Αρκαδίας. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες με οπλοφόρους που στρατολόγησε από τα χωριά Ρούτσι και Ανεμοδούρι. Πολεμώντας στο Μανιάκι, σκοτώθηκε μαζί με τον γιο του… … Dictionary of Greek